καταρτιστήρ

καταρτιστήρ
καταρτιστήρ, -ῆρος, ὁ (Α) [καταρτίζω]
αυτός που αποκαθιστά την τάξη, ο διαιτητής («ἡ δὲ Πυθίη ἑκέλευε ἑκ Μαντινέης τῶν Ἀρκάδων καταρτιστῆρα ἀγαγέσθαι», Ηρόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταρτιστῆρα — καταρτιστήρ one who restores order masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτιστῆρας — καταρτιστήρ one who restores order masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτιστῆρες — καταρτιστήρ one who restores order masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”